- τάσεως
- τάσεω̆ς , τάσιςstretchingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
ευθύτητα — η (ΑΜ εὐθύτης) [ευθύς] 1. ευθύγραμμη διεύθυνση 2. εντιμότητα, ειλικρίνεια (α. «ευθύτητα χαρακτήρα» β. «λατρεύσατε Αὐτὸν ἐν εὐθύτητι καὶ δικαιοσύνῃ», ΠΔ) αρχ. μσν. η κατεύθυνση, η πορεία («ἡ εὐθύτης τῶν πραγμάτων», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. φρ. «ἡ… … Dictionary of Greek
πέντοδος — και πεντάοδος, η (ηλεκτρον.) ηλεκτρονική λυχνία με πέντε ηλεκτρόδια που αποτελεί, πρακτικά, βελτίωση τής τετρόδου λυχνίας και χρησιμοποιείται ευρέως ως ενισχυτής τάσεως στη ραδιοφωνία και στους δέκτες τηλεοράσεων, αλλά είναι επίσης κατάλληλη ως… … Dictionary of Greek
υπερφωνώ — έω, ΜΑ [φωνῶ]·1. μιλώ με πολύ δυνατή φωνή (α. «μὴ πεφυκυίας τῆς τάσεως ἡ τῆς φωνῆς ἢ τῆς χορδῆς ἐπέκεινα τούτων ὑπερφωνεῑν», Παχυμ. β. «τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῡντας», Φιλόστρ.) 2. έχω δυνατότερη φωνή από κάποιον άλλο, βγάζω δυνατότερο ήχο… … Dictionary of Greek
φασικός — ή, ό, Ν [φάση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φάση 2. φρ. «φασική απόκλιση» φυσ. η χρονική απόσταση μεταξύ τάσεως και εντάσεως τού εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek